Διεθνής Τύπος: Οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ιράν για τα πυρηνικά στο επίκεντρο των παγκόσμιων εξελίξεων
Οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης κυριάρχησαν στην ατζέντα του διεθνούς Τύπου αυτή την εβδομάδα. Αναλύσεις εστίασαν στην πιθανή χαλάρωση της αμερικανικής στάσης, εγείροντας ανησυχίες για μια συμφωνία που θυμίζει το JCPOA και θα επέτρεπε στο Ιράν να διατηρήσει πυρηνική υποδομή.
Παράλληλα, η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ βρέθηκε ξανά στο μικροσκόπιο, με άρθρα να καλύπτουν τον αμφιλεγόμενο διορισμό του Υπουργού Άμυνας, την απρόσμενη κλιμάκωση των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις, και τις σοβαρές προειδοποιήσεις του ΔΝΤ για τις παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις της ατζέντας «Πρώτα η Αμερική».
Επιπλέον, η ειδησεογραφία ανέλυσε τις εξελίξεις στον πόλεμο της Ουκρανίας υπό το πρίσμα των αμερικανο-ρωσικών διεργασιών, τη συνεχιζόμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή με επίκεντρο τις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και τις εμπορικές και διπλωματικές τριβές ΗΠΑ-Κίνας και ΗΠΑ-Ιαπωνίας.
Ο Τύπος της Δύσης
--------------
Ο Ben Wolfgang, στο άρθρο του «Πρέπει να χτυπούν καμπάνες συναγερμού»: Θα επιτρέψουν οι ΗΠΑ στο Ιράν να διατηρήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα;» που δημοσιεύτηκε στους The Washington Times στις 23 Απριλίου, αναλύει τις τελευταίες εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Τονίζει ότι οι τεχνικές συνομιλίες που έχουν προγραμματιστεί στο Ομάν, μπορεί να υποδηλώνουν πως η κυβέρνηση Τραμπ είναι διατεθειμένη να χαλαρώσει τη θέση της όσον αφορά τον εμπλουτισμό ουρανίου από το Ιράν. Ορισμένοι αναλυτές εκφράζουν ανησυχία ότι η διαπραγματευτική πορεία θυμίζει τη συμφωνία JCPOA του 2015, που επέτρεπε στο Ιράν να διατηρήσει μέρος της πυρηνικής του υποδομής με αντάλλαγμα τη χαλάρωση των κυρώσεων. Η Andrea Stricker και άλλοι ειδικοί επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει «καλή συμφωνία» που να επιτρέπει τον εμπλουτισμό ουρανίου στο Ιράν, καθώς η απειλή θα παραμένει. Η αμερικανική κυβέρνηση δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες, ενώ το Ιράν ίσως χρειαστεί να αντιμετωπίσει το δίλημμα ανάμεσα σε στρατιωτική δράση ή σε μια συμφωνία με ευνοϊκούς όρους, ώστε να πεισθεί εγκαταλείψει πλήρως το πρόγραμμά του
Ο John Carlin, στο άρθρο του «Το Κακό της Κοινοτοπίας: Ένας επικεφαλής του Πενταγώνου στα μέτρα του Τραμπ», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Clarín (ημέρα πρόσβασης 24 Απριλίου), αναλύει τον διορισμό του Pete Hegseth ως Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Carlin επισημαίνει τις αμφιλεγόμενες ενέργειες και το προφίλ του Hegseth, όπως τις κατηγορίες για ανάρμοστη συμπεριφορά και την υποστήριξή του σε προεδρικές χάρες για στρατιώτες κατηγορούμενους για εγκλήματα πολέμου. Επικρίνει επίσης τη μαζική αφαίρεση 381 βιβλίων από τη βιβλιοθήκη της Ναυτικής Ακαδημίας με θέματα όπως ο ρατσισμός, ο φεμινισμός και η διαφορετικότητα, ενώ παράλληλα βιβλία όπως το «Ο Αγών μου» του Χίτλερ παραμένουν στα ράφια. Ο Carlin σχολιάζει ειρωνικά την επιλεκτική λογοκρισία, συγκρίνοντας τη με το μακαρθισμό και προειδοποιεί ότι η τρέχουσα πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ οδηγεί σε μια νέα κανονικότητα, όπου ο παραλογισμός και η κακόβουλη τρέλα κυριαρχούν. Τονίζει τη διαφορά με τον πρώην Υπουργό Άμυνας Jim Mattis, που υπερασπιζόταν τη γνώση, τη διαφορετικότητα και την ελεύθερη σκέψη στις ένοπλες δυνάμεις.
Σε ανάλυση του The Economist, με τίτλο «Ο φλογερός πόλεμος του Τραμπ κατά της τρομοκρατίας» (ημερομηνία πρόσβασης 23 Απριλίου), περιγράφεται η αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών πληγμάτων κατά τζιχαντιστών μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ. Παρά τις υποσχέσεις να τερματίσει τους «αιώνιους πολέμους», ο κ. Τραμπ ενέκρινε επιθέσεις σε Σομαλία, Υεμένη, Συρία και Ιράκ, με τα στοιχεία να δείχνουν σημαντική αύξηση των επιδρομών σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει παραχωρήσει περισσότερη εξουσία στα τοπικά στρατιωτικά επιτελεία, μειώνοντας την προηγούμενη πολιτική αυτοσυγκράτησης και αυξάνοντας την επιθετικότητα, ενώ παράλληλα περιόρισε τις πολιτικές για την προστασία αμάχων. Οι απειλές από ομάδες όπως η αλ-Σαμπάμπ και οι Χούθι παραμένουν, με τους Αμερικανούς αξιωματούχους να ανησυχούν για νέες επιθέσεις. Η νέα στρατηγική, που περιλαμβάνει την κατηγοριοποίηση των καρτέλ ναρκωτικών ως τρομοκρατικών οργανώσεων, δείχνει τη βούληση της κυβέρνησης να εφαρμόσει ανάλογες τακτικές και σε άλλους εχθρούς, πέραν των τζιχαντιστών. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν αυτή η προσέγγιση θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς αμφισβητείται η αποτελεσματικότητά της, ενώ ο κίνδυνος παράπλευρων απωλειών αυξάνεται.
Η συντακτική ομάδα της Guardian, σε κύριο άρθρο με τίτλο «Η άποψη της Guardian για την προειδοποίηση του ΔΝΤ: Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να κοστίσει στον κόσμο ένα τρισεκατομμύριο δολάρια», που δημοσιεύθηκε στις 22 Απριλίου, τονίζει τον κίνδυνο που δημιουργεί η οικονομική πολιτική του Τραμπ στη διεθνή σταθερότητα. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εγκαταλείπει τη συνηθισμένη τεχνοκρατική του ψυχραιμία για να προειδοποιήσει πως η ατζέντα του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», σε συνδυασμό με τις ασταθείς παγκόσμιες αγορές, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων στην παγκόσμια παραγωγή. Το ΔΝΤ ανησυχεί ιδιαίτερα για την επιθετική αύξηση δασμών από τις ΗΠΑ, που έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο του αιώνα, και για τη γενικότερη πολιτικοποίηση της οικονομικής πολιτικής. Η ρευστότητα στις αγορές ομολόγων και μετοχών απειλείται, ενώ οι αναδυόμενες οικονομίες κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν ακόμα υψηλότερο κόστος δανεισμού. Η πίεση του Τραμπ προς τη Fed και η αβεβαιότητα για τη σταθερότητα του δολαρίου έχουν οδηγήσει τα κεφάλαια να αναζητήσουν ασφαλή καταφύγια, όπως ο χρυσός, γεγονός που εντείνει τους φόβους για περαιτέρω αναταραχές. Το κύριο πρόβλημα, σύμφωνα με την Guardian, είναι η υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών και η απώλεια εμπιστοσύνης στο δολάριο ως παγκόσμιο καταφύγιο.
Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής
-----------------
Ο Mohamed Ibrahim Eldawiry, στο άρθρο του «Νετανιάχου: Ανάμεσα στην πολιτική της υπερβολικής βίας και την ειρήνη» που δημοσιεύτηκε στην Ahram Online (ημερομηνία πρόσβασης 24 Απριλίου), εκφράζει έντονο σκεπτικισμό για το κατά πόσο οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη μπορούν να φέρουν την ειρήνη που το ίδιο επικαλείται. Τονίζει ότι η ισραηλινή κυβέρνηση, που χαρακτηρίζεται από ακραίες θέσεις, έχει απομακρυνθεί από οποιαδήποτε λογική ειρηνικής επίλυσης. Κατακρίνει τη λογική ότι η ειρήνη μπορεί να επιβληθεί δια της βίας, υποστηρίζοντας ότι αυτή η στρατηγική μόνο πρόσκαιρα οφέλη μπορεί να προσφέρει, ενώ μακροπρόθεσμα οδηγεί σε αποτυχία και αποσταθεροποίηση. Επικρίνει επίσης το γεγονός ότι το Ισραήλ αρνείται τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους και υλοποιεί έναν καταστροφικό πόλεμο σε Γάζα και Δυτική Όχθη, κάτι που συντηρεί την αντίσταση και εμποδίζει την ομαλοποίηση σχέσεων με αραβικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία. Ο Eldawiry καλεί τις ΗΠΑ να αναλάβουν πρωτοβουλία για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, επισημαίνοντας ότι η δίκαιη λύση του παλαιστινιακού αποτελεί τη μόνη διέξοδο για σταθερότητα στην περιοχή. Κλείνοντας, ο Eldawiry προειδοποιεί ότι, χωρίς αλλαγή πορείας, η βία θα κλιμακωθεί και η περιοχή θα κινδυνεύσει από ανεξέλεγκτη κρίση.
Ο Seth J. Frantzman, στο άρθρο του «Το Ιράν εξετάζει τον ρυθμό των πυρηνικών συνομιλιών με τις ΗΠΑ, αβέβαιο αν θα επιδιώξει συμφωνία με τον Τραμπ – ανάλυση», που δημοσιεύτηκε στην Jerusalem Post στις 23 Απριλίου, αναλύει τη στάση του Ιράν απέναντι στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Παρά την αρχική δυναμική, η Τεχεράνη διατηρεί επιφυλάξεις, εναλλάσσοντας την αισιοδοξία με την τακτική υποβάθμιση των προσδοκιών και παράλληλα ενισχύοντας τις σχέσεις της με Ρωσία και Κίνα ως εναλλακτικές λύσεις. Το Ιράν θέλει να αποφύγει να φανεί ότι επιθυμεί υπερβολικά μια συμφωνία, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει τη σημασία της παρούσας συγκυρίας, με τη διοίκηση Τραμπ να δείχνει σχετική προθυμία για διπλωματία. Οι συνομιλίες χαρακτηρίζονται ως «τεστ αξιοπιστίας» για τη διπλωματία και εξετάζονται πέρα από τα δημόσια αφηγήματα. Επιπλέον, το Ιράν ενδιαφέρεται για επενδύσεις στην πετρελαϊκή βιομηχανία και αεριοβιομηχανία του, είτε από τη Δύση είτε από άλλες εναλλακτικές πηγές. Η Ισραηλινή στάση επηρεάζει επίσης την ιρανική πολιτική, καθώς το Ισραήλ πιέζει για σκληρότερη γραμμή. Τέλος, παρά την επίδειξη «καλής θέλησης», η Τεχεράνη παραμένει προσεκτική στο άνοιγμα προς τη Δύση και διατηρεί επιφυλάξεις για το ενδεχόμενο συμφωνίας.
Ο Τύπος της Ασίας
--------------
Σε κύριο άρθρο γνώμης με τίτλο «Η Ιαπωνία πρέπει να συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις ακραίες διαστρεβλώσεις του Τραμπ», που δημοσιεύτηκε στην Asahi Shimbun στις 21 Απριλίου, τονίζεται ότι η Ιαπωνία μπήκε πρώτη σε διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ σχετικά με τους υψηλούς δασμούς τους οποίους ανακοίνωσε μονομερώς ο Πρόεδρος Τραμπ. Οι συνομιλίες, στις οποίες μετείχε απρόσμενα και ο ίδιος ο Τραμπ, ξεκίνησαν με ανορθόδοξο τρόπο, καθώς περιλάμβαναν και ζητήματα εθνικής ασφάλειας τα οποία ήταν εκτός του εμπορικού πλαισίου. Η Ιαπωνία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ τόσο οικονομικά όσο και αμυντικά και το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων θα επηρεάσει τη σταθερότητα της χώρας. Ο Πρωθυπουργός Ισίμπα καλείται να επιδείξει ηγετική αποφασιστικότητα και να χαράξει συνολική στρατηγική, ενώ η ιαπωνική κυβέρνηση πρέπει να αμφισβητήσει τα διαστρεβλωμένα επιχειρήματα της αμερικανικής πλευράς. Ο Τραμπ επανέλαβε τις θέσεις του περί άδικης συμμαχίας, παραβλέποντας τις σημαντικές ιαπωνικές συνεισφορές στην παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων. Το άρθρο επισημαίνει πως η Ιαπωνία οφείλει να υπερασπιστεί τη δίκαιη και ελεύθερη εμπορική τάξη, να διαψεύσει τις ανακρίβειες και να διαφυλάξει τα εθνικά και περιφερειακά της συμφέροντα χωρίς εύκολες παραχωρήσεις.
Στο κύριο άρθρο «Η προσπάθεια να επιβληθεί αποσύνδεση από την Κίνα τελικά απομονώνει μόνο τις ΗΠΑ» που δημοσιεύτηκε στη China Daily στις 21 Απριλίου, τονίζεται ότι οι πιέσεις των ΗΠΑ προς άλλες χώρες να περιορίσουν το εμπόριό τους με την Κίνα με αντάλλαγμα αμερικανικές δασμολογικές απαλλαγές είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Όπως αναφέρεται, αυτή η στρατηγική, που ξεκίνησε επί Μπάιντεν και εντείνεται επί Τραμπ, βασίζεται σε μονομερή εκβιασμό και ηγεμονική πολιτική, χωρίς όμως να προσφέρει αξιόπιστα ανταλλάγματα στους συμμάχους των ΗΠΑ. Το άρθρο επισημαίνει ότι, αντί να απομονώσει την Κίνα, η πολιτική δασμών έχει ενώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ιαπωνία και άλλους εταίρους εναντίον της Ουάσιγκτον, ενισχύοντας τη συνεργασία τόσο μεταξύ όσο και με την Κίνα. Οι εξαναγκαστικές πρακτικές των ΗΠΑ οδήγησαν την ΕΕ να επανεκκινήσει διαπραγματεύσεις με την Κίνα σχετικά με τα τιμωρητικά μέτρα στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα. Η China Daily υποστηρίζει ότι ο μονομερής προστατευτισμός των ΗΠΑ ζημιώνει τελικά την ίδια τη χώρα, ενώ την ίδια στιγμή η Κίνα ενισχύει τις σχέσεις της με άλλες οικονομίες στηρίζοντας το πολυμερές εμπόριο και την τήρηση των παγκόσμιων κανόνων.
Ο Τύπος της Ρωσίας και Κίνας
-----------------
Ο Σεργκέι Σαβτσούκ, στο άρθρο του «Οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να γίνουν ο μεγάλος νικητής του πολέμου στην Ουκρανία», που δημοσιεύτηκε στο RIA Novosti στις 23 Απριλίου, αναλύει τις αμερικανικές πιέσεις για ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ προωθούν όρους που περιλαμβάνουν την αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής, την αποκήρυξη της ουκρανικής ένταξης στο ΝΑΤΟ και τη δημιουργία ουδέτερης ζώνης γύρω από τον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια υπό αμερικανικό έλεγχο. Ενώ η Ουάσιγκτον ωθεί το Κίεβο να αποδεχθεί δεσμεύσεις, επιδιώκει να διατηρηθεί η ισχύς των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε νέα σύγκρουση. Οι διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο, όπου συμμετέχει ο επικεφαλής του ουκρανικού προεδρικού γραφείου Αντρέι Γερμάκ, είναι κρίσιμες για το μέλλον της Ουκρανίας. Η Μόσχα παρακολουθεί στενά, αλλά θεωρεί ότι οι αμερικανικές προτάσεις δεν διασφαλίζουν βιώσιμη ειρήνη, αντίθετα προωθούν τα αμερικανικά συμφέροντα κυρίως στον ενεργειακό τομέα. Το άρθρο υπογραμμίζει πως, παρά τις επιφανειακές επιδιώξεις ειρήνης, οι ΗΠΑ στοχεύουν στον γεωπολιτικό και οικονομικό έλεγχο της περιοχής, ιδιαίτερα των ενεργειακών υποδομών όπως η Ζαπορίζια.
Ο Carl Bildt, στο άρθρο του «Σχεδόν 100 μέρες Τραμπ, και ο Πούτιν εξακολουθεί να κινεί τα νήματα», που δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου στο Kyiv Independent, αναλύει την αποτυχία της αμερικανικής κυβέρνησης να επιτύχει ειρήνη στην Ουκρανία, παρά τις υποσχέσεις του Τραμπ για άμεσο τερματισμό του πολέμου. Παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις και τις διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν, ο Ρώσος πρόεδρος εκμεταλλεύεται την απειρία του αμερικανικού διαπραγματευτή, Στιβ Γουίτκοφ και με ακραίες και ανέφικτες απαιτήσεις οδηγεί τους Αμερικανούς σε αδιέξοδο. Ενώ η Ρωσία συνεχίζει να βομβαρδίζει ουκρανικές πόλεις και να απαιτεί την αναγνώριση των κατεχόμενων περιοχών ως ρωσικών, ο Τραμπ φαίνεται να υποχωρεί στις απαιτήσεις του Πούτιν, ακόμη και στο θέμα της μελλοντικής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η Ρωσία δεν ελέγχει πλήρως τις διεκδικούμενες περιοχές, ενώ η Ευρώπη η οποία επιμένει στη στήριξη της Ουκρανίας κρατά το πραγματικό «χαρτί» των εξελίξεων. Ο Bildt καταλήγει ότι, αν ο Τραμπ δεν αλλάξει στάση, θα συνεχίσει να αποτυγχάνει, καθώς ο Πούτιν εκμεταλλεύεται την κατάσταση προς όφελός του, χωρίς να σταματά τις επιθέσεις κατά αμάχων.