Η εξήγηση για τα μέτρα σε χώρους εστίασης και εργασίας
Οι εξηγήσεις της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής / «Πολλά άτομα από Λεμεσό και Πάφο, επισκέπτονταν χώρους εστίασης άλλων επαρχιών»
Διάσκεψη Τύπου κατά την οποία παρουσιάστηκε η εθνική αναφορά για τον κορωνοϊό πραγματοποίησαν το πρωί της Παρασκευής τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής. Παρόν στην διάσκεψη ήταν η Δρ. Ζωή Δωροθέα Πανά, ο Δρ. Κωνσταντίνος Τσιούτης, ο Δρ. Γιώργος Νικολόπουλος, ο Δρ. Κώστας Κωνσταντίνου και ο Καθηγητής Λεόντιος Κωστρίκης.
Πέραν από την παρουσίαση της εθνικής αναφοράς, η Συμβουλευτική Επιστημονική Επιτροπή κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με τα νέα μέτρα που βρίσκονται σε ισχύ από την Πέμπτη.
Το κλείσιμο των χώρων εστίασης στις 22:30, είναι ένα μέτρο το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή πριν από δύο εβδομάδες στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου. Ωστόσο όπως αποφασίστηκε την περασμένη Τετάρτη, το συγκεκριμένο μέτρο, να επεκταθεί σε όλες τις επαρχίες.
Κληθείς να σχολιάσεις ο Δρ. Κωνσταντίνος Τσιούτης το μέτρο για κλείσιμο των χώρων εστίασης στις 22:30 και πώς αυτό μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της διασποράς, ανέφερε πως σε πάρα πολλές χώρες αποδείχθηκε ότι χώροι νυκτερινής συγκέντρωσης αποτελούσαν χώρους πολύ υψηλής μετάδοσης. «Αρχίσαμε αυτό να το βλέπουμε και στην Κύπρο και ο λόγος για τη συγκεκριμένη ώρα είναι ότι ο κόσμος αρχίζει και χαλαρώνει, παρατηρείται μια άρση αναστολών και δεν τηρούνται τα μέτρα».
Πρόσθεσε πως ο λόγος της επέκτασης στις άλλες επαρχίες «είναι διότι βλέπετε ότι άρχισε και στις άλλες Επαρχίες να υπάρχει αύξηση και ότι όταν το εφαρμόσαμε σε συγκεκριμένες Επαρχίες παρατηρήθηκε πολλά άτομα να φεύγουν από αυτές και να πηγαίνουν σε άλλες και να υπάρχει έτσι μετάδοση με άτομα να μένουν σε άλλες Επαρχίες και να κάθονται εκεί πολλές ώρες».
Τα μέτρα στους εργασιακούς χώρους
Όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ισχύουν στους εργασιακούς χώρους ώστε να προστατεύονται οι εργαζόμενοι και να μειωθεί ο κίνδυνος διασποράς σε αυτούς, ο Δρ. Τσιούτης ανέφερε πως το τελευταίο διάστημα παρατηρήθηκε αυξημένη μετάδοση στους χώρους εργασίας.
«Μιλάμε για μια ετερογενή ομάδα, σε πολλές δραστηριότητες, σε ηλικιακές ομάδες, σε πληθυσμούς ανεξαρτήτως ευπάθειας. Εργαζόμενοι στην Κύπρο προσβάλλονται από τον ιό από το καλοκαίρι και μετά βλέπουμε αρκετές εστίες μετάδοσης σε άλλους χώρους εκτός από τα νοσοκομεία και τους επαγγελματίες υγείας», δήλωσε.
Ο στόχος είναι διττός, εξήγησε. «Από τη μια λοιπόν, θέλεις να οργανωθούν καλά αυτοί οι χώροι με τα πρωτόκολλα, από την άλλη, θέλεις αυτοί οι χώροι να έχουν μια βιωσιμότητα. Εδώ μπαίνει η σημασία όταν υπάρχει ένα άτομο ως άτομο αναφοράς, το οποίο θα βοηθήσει στην ενίσχυση των λειτουργιών ασφάλειας και υγείας, που θα επιβλέπει όσα χρειάζονται και θα είναι και το άτομο που θα αναλάβει όταν παρουσιαστεί θετικό περιστατικό. Θα ξέρει πώς θα συμβουλεύσει και θα υπάρχει ενεργοποίηση των διαδικασιών», επεσήμανε.
«Ένα άλλο θέμα είναι το θέμα του συγχρωτισμού και των επαφών. Μιλάμε για την βελτίωση του αερισμού, όσο το δυνατό κάποια άτομα να μην βρίσκονται στο χώρο εργασίας, όσο γίνεται εργασία από το σπίτι και ομαδοποίηση του προσωπικού, κατανομή ωραρίου ανάλογα. Όταν ομαδοποιείται το προσωπικό σημαίνει ότι αυτές οι ομάδες είναι σταθερές και είναι σταθερές και στα ωράριά τους. Έχουν ένα ωράριο σταθερό, που είναι είτε εβδομαδιαίο είτε ημερήσιο. Προτείνουμε εβδομαδιαίο διότι έτσι όταν έχεις την ιχνηλάτηση έχεις τα συγκεκριμένα άτομα», ανέφερε ο Δρ. Τσιούτης, ενώ επεσήμανε το γεγονός πως σε κάποιες επιχειρήσεις παρατηρήθηκαν κοινά διαλείμματα, παρόλο που τηρούνταν τα υπόλοιπα μέτρα. Αυτό, συνέχισε, προκάλεσε μεταδόσεις, ενώ, λόγω του μεγάλου φορτίου που υπάρχει πλέον καθημερινά, οι μεταδόσεις στον εργασιακό χώρο δυσχεραίνουν τη διαδικασία της ιχνηλάτησης. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται στον ίδιο το χώρο εργασίας να γίνεται ιχνηλάτηση από τους υπεύθυνους ασφαλείας.
Καταληκτικά, ο Δρ. Τσίουτης αναφέρθηκε και σε μια άλλη προέκταση που σχετίζεται με τους χώρους εργασίας και την κοινότητα. Στους εργασιακούς χώρους, εξήγησε, «εμπλέκονται διάφορες ομάδες πληθυσμού, η μεγάλη κινητήριος δύναμη είναι οι νέοι, άρα όταν συζητάμε ότι το μεγαλύτερο μέρος το έχουν οι νέοι, δεν αναφερόμαστε στην ομάδα των 20 μιλάμε και για ανθρώπους οι οποίοι εργάζονται, έχουν επαφές, έρχονται σε επαφή με την οικογένεια και τα παιδιά τους, έχουμε άτομα μέχρι και 50-60 ετών και θα δείτε ότι οι επαφές των ανθρώπων αυτών είναι με άτομο της δικής τους ηλικίας. Άρα αυτό δεν περιορίζεται στους φοιτητές. Αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι εργάζονται είναι νέοι άρα δεν πρέπει να στοχοποιούμε συγκεκριμένες ηλικίες, αλλά το φάσμα των 18 με 50 ετών».