Ιούλης. Του αγνού πατριωτισμού και της πολιτικής ανιδιοτέλειας
Η συζήτηση δεν προκύπτει τυχαία κάθε χρόνο ούτε και είναι ιστορική. Καθόλου μάλιστα. Αφού φτάσαμε που φτάσαμε τα πενηντάχρονα δεν είναι μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε επιτέλους σοβαρά για αυτό που αφορά εμάς πια και όχι εκείνους;
Είναι η τοξικότητα των ημερών. Είναι όμως και το επίπεδο της βλακείας μας. Και νομίζω πως λίγα πράγματα τη φωτίζουν τόσο, όσο το ντέρμπι των «αιωνίων», των Μακαριακών και των Γριβικών, κάθε χρόνο ανήμερα του Πραξικοπήματος. Και μόνο που υπάρχουν ακόμα τέτοιοι, το 2024, το θέμα που προκύπτει δεν αφορά μόνο τον ιστορικό του μέλλοντος.
Αφορά, όσο περνάει ειδικά ο καιρός, κυρίως τον ψυχίατρο του παρόντος.
Επί Προεδρίας Κληρίδη η πολιτεία ξεκίνησε να καταθέτει στεφάνι και στον τάφο των κληρωτών καταδρομέων που σκοτώθηκαν στο Πραξικόπημα καταλύοντας τη δημοκρατία, όχι προασπίζοντάς την, σε διατεταγμένη υπηρεσία ή και όχι εάν ταυτίζονταν με την ΕΟΚΑ Β’. Και ναι συνήθως ταυτίζονταν. Όχι όλοι όμως.
Κάπου εκεί άνοιξε και η συζήτηση: Έπρεπε να τους βάζουν στεφάνι ή όχι; Μπορούσαν εκείνοι να αρνηθούν να πάνε ή όχι; Με δεδομένο ότι υπήρξαν και δολοφονίες εθνοφρουρών που αρνήθηκαν, περίμενε κανείς από 18χρονα και 19χρονα να πουν όχι;
Έχει όμως σημασία ή όχι; Μετράει το αποτέλεσμα ή όχι;
Είμαι βέβαιος ότι ποτέ δεν θα καταλήξουμε στη σωστή απάντηση, διότι απλώς δεν υπάρχει. Η γνώμη του καθενός από εμάς είναι υποκειμενική και εάν και κάποια πράγματα είναι δεδομένα, ειδικά ως ιστορικά δεδομένα, είμαι σίγουρος πως εάν σας πω λ.χ. ότι δεν συμφωνώ προσωπικά με την κατάθεση του στεφανιού, με ένα μεγάλο «αλλά» έστω, θα βρεθούν πολλά επιχειρήματα για να αμφισβητήσουν την άποψή μου.
Γιατί «αλλά;» Διότι απλούστατα η ιστορία αυτή δεν προέκυψε τυχαία ούτε αποσκοπούσε στη δικαιότερη απόδοση της Ιστορίας, όπως την έβλεπαν κάποιοι. Προέκυψε με μια αφετηρία καθαρά πολιτική και κομματική. Συγκεκριμένα την προσπάθεια του ΔΗΣΥ επί των ημερών Κληρίδη να αμβλύνει όσο μπορούσε το αγκάθι του Πραξικοπήματος και των όσων είχαν προηγηθεί ικανοποιώντας το κομμάτι των ακροδεξιών του ψηφοφόρων. Για αυτό προέκυψαν οι 62, για αυτό και όλα τα άλλα.
Άλλωστε, καμία υποχρέωση δεν είχε ο Κληρίδης έναντι αυτών των τύπων και της μερίδας που εκπροσωπούσαν μετά που, με το αζημίωτο πάντοτε, τους έδωσε πολιτική στέγη παρά τα όσα είχαν προκαλέσει κατά καιρούς, αυτό που η διάλεκτός μας αποδίδει θαυμάσια με τη φράση, «έκαμεν τους αθρώπους». Τηρουμένων των αναλογιών.
Άλλωστε, ο Κληρίδης ήταν πολιτικός, δεν ήταν μάγος.
Από την άλλη, το Πραξικόπημα ήταν και παραμένει το αγαπημένο και εξαιρετικά ευπώλητο ακόμα προϊόν του ΑΚΕΛ. Είναι μια διαχρονική διαστροφή του κόμματος η οποία ξυπνά με συνθήματα όπως «Κατάρα στο Φασισμό», από ένα κόμμα κιόλας το οποίο στην παρούσα φάση ερεθίζεται με τον Πατερούλη Πούτιν -και τους ισλαμοφασίστες της Χαμάς- ενώ παλαιότερα εξυμνούσε τους ερυθροφασίστες ανά το παγκόσμιο. Σκότωναν εκατομμύρια οι δικοί τους; Μόκο το κόμμα. Ανέτρεπαν τη δημοκρατία οι δικοί τους; Επανάσταση! Έκανε η CIA πραξικόπημα κάπου στη λατινική Αμερική; Φασισμός!
Το ΑΚΕΛ, ποτέ δεν επέτρεψε και ποτέ δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να απλώσει χέρι πάνω σ’ αυτό το πολιτικό του προϊόν το οποίο συνέχισε να εμπορεύεται ακόμα και όταν ο μακαρίτης ο Χριστόφιας χτυπούσε παλαμάκια, true story σε εκδήλωση στο Προεδρικό, για να χορέψει ο άνθρωπος τον οποίο η Χούντα είχε διαλέξει για να αποτελειώσει το Μακάριο στα Ηνωμένα Έθνη μετά το Πραξικόπημα.
Ο λόγος βέβαια δεν ήταν ότι ο Λουκής Παπαφιλίππου είχε ζητήσει συγνώμη. Κι άλλοι ζήτησαν, αλλά το ΑΚΕΛ δεν τους συγχώρεσε ποτέ. Όπως είμαι βέβαιος ότι θα ζητούσαν και όσα από τα 18χρονα του Κοιμητηρίου Κωνσταντίνου και Ελένης δεν επιτέθηκαν συνειδητά -κιόλας…- στο Προεδρικό στις 15 Ιουλίου. Όμως τα 18χρονα δεν είχαν τηλεοπτικό κανάλι. Ούτε και οι άλλοι. Ούτε για να τους κάνουν καμιά έκπτωση οι σύντροφοι, ούτε φυσικά και για να τους ξεπλύνουν.
Το δίδαγμα όμως είναι πως και οι μεν και οι δε, φυσικά και οι διαχρονικοί πατριδοκάπηλοι του «κέντρου», δεν ξεκινούν από ανιδιοτελή αλλά από απολύτως ιδιοτελή πολιτικώς και κομματικώς κίνητρα.
Για αυτό και η στάση που κράτησε ο Πρόεδρος τις προάλλες όσο κι αν οι διάφοροι κομματικοί, τοξικοί και άλλοι απλά χλεύασαν ήταν αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι μας, ειδικά η δική μας γενιά: να αφήσουμε την Ιστορία στους ιστορικούς ή καλύτερα θα έλεγα να ζητήσουμε επιτροπές αλήθειας όσο ζουν κάποιοι ακόμα από αυτούς που τα έζησαν και πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα, για να τα κλείσουμε όπως πρέπει όμως και να προχωρήσουμε.
Ναι δεν είναι δυνατόν, πενήντα χρόνια μετά να συζητάμε όπως συζητούσαμε τότε. Δεν είναι. Εμείς όχι. Ούτε να ισοπεδώνουμε, ούτε να δίνουμε άφεση αμαρτιών, ούτε όμως και να συμβιβαζόμαστε με αυτούς που κάνουν πάρτι πολιτικό πάνω σε τάφους ως αποκλειστικοί εκπρόσωποι της δημοκρατίας, όταν κάθε άλλο παρά τέτοιοι είναι.
Κάπου πρέπει να μπει μια τελεία σε αυτά τα ατέλειωτα καραγκιοζιλίκια τα οποία δεν τιμούν τους νεκρούς και ακόμα περισσότερο δεν τιμούν κανέναν από εμάς.
Τα υπόλοιπα είναι κοινή λογική. Κι ας διαφωνούμε.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ