Μια πόλη, κάποιοι άνθρωποι και μια φορά και έναν καιρό…
Συνειδητά ή τυχαία βρέθηκα στην Παλιά Λευκωσία, ντάλα μεσημέρι. Με 47 βαθμούς υπό σκιά, σε μια σκληρή και αφιλόξενη πρωτεύουσα που δεν θυμίζει τίποτε από την αγαπημένη πόλη των παιδικών μας χρόνων. Μια κουφόβραση αφόρητη, μια σκόνη που σου σκεπάζει το πρόσωπο και σου κόβει την αναπνοή, έτσι που κάθεται πάνω σου, και μια μυρωδιά που σου θυμίζει ανατολίτικα παζάρια.
Περιπλανιέμαι χαμένη στις σκέψεις μου, σκεπτόμενη πως τελικά τα χάσαμε όλα. Μια πόλη μοιρασμένη στα δυο, τσιμεντένια κατασκευάσματα που δεν θυμίζουν τίποτε από την αίγλη και τον πλούτο μιας άλλης εποχής. Γιατί η Λευκωσία, όπως και να το κάνουμε, ανάμεσα στα ενετικά τείχη – τα κυκλικά τείχη που έφτιαξαν οι Ενετοί και ενισχύθηκαν από έντεκα προμαχώνες σε σχήμα καρδιάς – έχουν μια αρχοντιά. Μια μοναδική τέχνη, μια απίστευτα γήινη αίσθηση πως δεν είσαι ξένος, είναι εδώ στην πόλη σου, που σε προστατεύει!
Τώρα, οι αλλοδαποί περιπλανιούνται στους δρόμους της πόλης κάθε ώρα και κάθε μέρα, χωρίς να γνωρίζεις πού ζουν, τι θέλουν και πώς επιβιώνουν σε μια πόλη, που το μόνο που της απέμεινε είναι ένα όνομα, η πρωτεύουσα της Κύπρου.
Περπατώ απρόθυμη, νωχελική, με μια διάθεση τεμπέλικη, φοβούμαι πως τελικά χάσαμε άλλη μια ευκαιρία, να κάνουμε την πόλη μας όμορφη, αρχόντισσα, ελεύθερη, μα προπαντός, ανοικτή στους πολίτες της, ακόμη και στους ξένους. Φτάνει να αναγνωρίσουν τον πολιτισμό και να μάθουν τις συνήθειές μας. Με τις πλατείες της, τα όμορφα σοκάκια της, τους στενούς της δρόμους και τα παλιά καφενεδάκια.
Άνθρωποι…
Ο ιδρώτας στάζει από το πρόσωπο, διαπερνά τον λαιμό και χύνεται σαν ποτάμι σε όλο μου το σώμα. Βλέπω ένα νεαρό παιδί, απροσδιορίστου καταγωγής και ηλικίας, να κοιμάται στο πεζοδρόμιο. Δεν το λες και πεζοδρόμιο. Ίσως και να ήταν άλλοτε. Τα μάτιά του είναι κλειστά, ναρκομανής ή αλκοολικός, δεν κατάλαβα. Ίσως είναι και ετοιμοθάνατος. Περπατώ γρήγορα λες και μπορεί να μου κάνει κακό, όπως είναι έτσι ξαπλωμένο. Κόσμος πηγαινοέρχεται ζαλισμένος από τον καυτό ήλιο, ιδρωμένος και πονεμένος γενικώς.
Όλοι του ρίχνουν μια ματιά, δεν θα έλεγα συμπόνιας, αλλά τον προσπερνούν φοβούμενοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους, τις ευθύνες τους ως άνθρωποι, ως κοινωνικά όντα, ως συμπολίτες ενός ανθρώπου που ίσως και να χρειάζεται βοήθεια.
Κάποιοι φοβούμενοι μήπως και πέσουν πάνω του, τρέχουν εκνευρισμένοι σαν να και κάποιος στάθηκε εμπόδιο στα σχέδιά τους, στα όνειρά τους, στις σκέψεις και στη μέρα τους. Ταράζομαι! Ανησυχώ ακόμη και για μένα, για τη σκληρότητά μου, την απάθειά μου, την πλήρη αποστασιοποίησή μου. Έγινα μια από τους άλλους!
Εκνευρίζομαι. Πού να οφείλεται άραγε ο εκνευρισμός μου, στο ότι βρέθηκε στον δρόμο μου ένας άστεγος, ένας ναρκομανής, ένας περιθωριακός; Λες και ξεχάσαμε τα φοιτητικά μας χρόνια στην Αθήνα, τους άστεγους των χάρτινων κιβωτίων, με τις μαύρες σακούλες και τους κύκλους κάτω από τα μάτιά τους. Λες και ζήσαμε σε πέτρινα σπίτια που δεν μας προσπερνούσε τίποτε!
Τον προσπερνώ, τον προσπερνούν. Από απέχθεια, από φόβο, από απαξίωση για μια ανθρώπινη ύπαρξη; Μήπως από πανικό για την κατάντια μας;
Η Λευκωσία δεν μου θυμίζει τίποτε από τα παλιά. Απολύτως τίποτε. Αδιαφορώ για τις υποσχέσεις που άκουσα από τους υποψηφίους Δημάρχους, τότε με τις εκλογές. Ξέρω πως τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει, τίποτε δεν μπορεί να είναι όπως παλιά. Τρισάθλιες πολυκατοικίες, μουντές και λερωμένες, μου θυμίζουν κελιά φυλακισμένων κάποιας άλλης εποχής. Πώς ζουν εκεί μέσα άνθρωποι, πώς ονειρεύονται, πώς επιβιώνουν, πώς φτιάχνουν όνειρα. Στοιβαγμένα μπουλούκια διαφορετικών φυλών και εθνοτήτων που τους ξέβρασε το πέλαγος με βάρκα την ελπίδα, ότι εδώ είναι ευρωπαϊκή χώρα και έχει και χρήμα και ωφελήματα!
Χαμένες ελπίδες
Μπόχα, σκουπίδια, ανθρώπινα σωριασμένα ερείπια που ψάχνουν μια δεύτερη ευκαιρία. Έξω από την πόρτα της Παναγίας της Φανερωμένες συχνάζουν αλλοδαποί, σχεδόν γυμνοί, με αλυσίδες και ρόπαλα και δεν ξέρεις τι θέλουν.
Μια πρωτεύουσα που έγραψε τη δική της ιστορία μέσα στους αιώνες, που ψάχνει απελπισμένα την ταυτότητά της ανάμεσα στις φυλές της οικουμένης. Που γυροφέρνει τον άνθρωπο ζητώντας βοήθεια και ξέροντας πως δεν πρόκειται να τα καταφέρει.
Το ΓΣΠ, μια τσιμεντένια ιστορία
Η ζέστη διαπερνά το κεφάλι μου και με ζαλίζει. Φτάνω στον προορισμό μου, έξω από το παλιό ΓΣΠ, σε έναν χώρο που δεν φαίνεται να μπορέσει να γράψει πλέον την ιστορία των θρύλων, να συνταιριάσει το παλιό με το νέο. Να επιβραβεύσει όλα όσα κερδήθηκαν στους χώρους του, στα γήπεδά του, στις αλάνες του, σε κάποιες άλλες εποχές. Ένα ακαλαίσθητο τσιμέντο, μαύρες σωλήνες παντού και σιδερένια κατασκευάσματα. Ευτυχώς που ακόμη υπάρχει το ρολόι. Για να μας θυμίζει πως κάποτε εδώ δούλευαν ο κύριος Ηράκλης και η κυρία Ελένη από την Αίγυπτο, εδώ έφτιαχνε τα σιάμισιη του ο Κυριλλής, και ο Θωμάς έστησε πολύ αργότερα το «Το Παντοπωλείο» που σήμερα ακούει στο παιγνιδιάρικο όνομα «Μπέμπα».
Πώς άλλαξαν οι καιροί, οι άνθρωποι, οι χώροι, τα ονόματα. Όπως το γλυκό καρύδι που σκληραίνει με τον χρόνο και δεν μπορείς να το φας. Όπως το παλιό έπιπλο που άρχισε να σαπίζει και να του τρώνε το ξύλο οι τερμίτες, όπως την πόλη που την έχουν θυσιάσει όλοι στον βωμό του χρήματος, των ουρανοξυστών και της αλήθειας. Γιατί γι’ αυτούς η μοναδική αλήθειά τους είναι το χρήμα, η κοινωνική καταξίωση, η δόξα, οι ψεύτικοι πύργοι που μια μέρα θα «γονατίσουν» και θα καταστραφούν. Και μαζί τους θα συμπαρασύρουν όλο αυτό το κίβδηλο, το ανόητο, το ψεύτικο που επέλεξαν κάποιοι για να κερδίσουν το στοίχημα της νέας εποχής.
ΧΡΥΣΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ