Θέλουμε ή δεν θέλουμε λύση; Μας ρώτησε κανείς; Θα μας ρωτήσει;
Άτυπη ή άτυχη θα είναι η διάσκεψη στη Γενεύη για το Κυπριακό; Το πρώτο είναι σίγουρο. Το δεύτερο πάλι είναι, με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον, το πιθανότερο σενάριο αφού, η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές μοιάζει με χάος περισσότερο.
Από την άλλη, με τη διαπραγμάτευση να γίνεται για πρώτη φορά με μεγάλο χρονικό ορίζοντα και όχι επί κάποιας συγκεκριμένης φόρμουλας, η φετινή Γενεύη διαφέρει από εκείνην του 2021 η οποία ήταν μεν μια προαναγγελθείσα αποτυχία - κάτι που εν μέσω lockdown λόγω πανδημίας ήταν μια διπλά σουρεάλ εμπειρία για όσους βρεθήκαμε εκεί - πλην όμως, αυτή τη φορά υπάρχει κάτι παρασκηνιακά το οποίο δεν κινείται ακριβώς ακόμα αλλά θα μπορούσε να κινηθεί.
Τότε, έμοιαζε σαν ένα ταξίδι για την επιβεβαίωση του ναυαγίου χωρίς καμία προοπτική, είτε στο προσκήνιο είτε στο παρασκήνιο. Ήταν όπως τα παλιά χρόνια που όσοι πήγαιναν σε κηδεία, δεν πήγαιναν σπίτι τους αλλά πρώτα έπρεπε να διαδώσουν το γεγονός σε όλο το χωριό. Έτσι έμοιαζε η δουλειά μας. Εν μέσω αρρώστιας που γυρόφερνε το χωριό και μας απειλούσε να μας στείλει κι εμάς εκεί. Η διάσκεψη, μας είχε μάλιστα αφήσει χρόνους ημέρα Τρίτη, την ημέρα κατά την οποία οι παλιοί θεωρούσαν ότι πέθαιναν οι αμαρτωλοί. Και εδώ, από αμαρτίες άλλο τίποτα.
Αυτή τη φορά, προσωπικά δεν θα είμαι εκεί αλλά το πιθανότερο είναι πως οι συνάδελφοι όπως θα πάνε έτσι θα γυρίσουν: με τον εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσόντα διάλογο σε κωματώδη κατάσταση. Και με τη βασική απορία: Θα ξυπνήσει κάποτε ή θα κατεβάσουν απλώς το διακόπτη σε κάποια φάση;
Το θέμα είναι πως ελπίδες ιδιαίτερες δεν υπάρχουν. Η μόνη περίπτωση να γίνει κάτι είναι οι εξελίξεις στην περιοχή και ειδικά στα ενεργειακά να δημιουργήσουν συνθήκες οι οποίες ενδέχεται όχι μόνο να ευνοούν αλλά και να επιβάλλουν τη λύση. Κανείς όμως δεν ξέρει πια πώς θα μοιάζει το σκηνικό, όχι σε βάθος χρόνου αλλά ούτε καν τον επόμενο μήνα. Τα πράγματα είναι τόσο ρευστά ενώ, πλέον, παίζουμε ένα παιγνίδι τους όρους του οποίου δεν τους ξέρει κανείς ή καλύτερα εκείνος που τους ξέρει και τους καθορίζει περίπου μας λέει ότι, απλά πράγματα, θα γίνει αυτό που εκείνος θέλει, όπως το θέλει, εάν το θέλει και όταν το θέλει. Μέχρι στιγμής εμείς είμαστε μαζί του. Ή αυτός μαζί μας καλύτερα διότι δεν αποφασίζουμε εμείς.
Ακόμα κι αν κάποιος παραμερίσει αυτό το απόλυτα θολό παγκόσμιο όσο και περιφερειακό τοπίο το οποίο έχει στείλει ειδικούς να σκίσουν διπλώματα, καθώς μάλλον είναι εγγύτερα σε ιατρικές ειδικότητες παρά σε πολιτικές, αυτό που απομένει είναι μια βασική απορία η οποία δεν αλλάζει ιδιαίτερα, πόσω μάλλον στο βαθμό που επηρεάζεται η πιθανότητα εξεύρεσης λύσης. Και αυτή η απορία είναι, θέλουμε λύση και τι είδους λύση;
Το δεύτερο, λογικά, θα έπρεπε να καθορίζει το πρώτο. Για χρόνια πολλούς από εμάς μας καθοδηγούσε και μας καθόριζε, τους μεν ο ευσεβής πόθος τους δε ο φόβος. Κάποιοι ήμασταν έτοιμοι να ανεβάσουμε το ρίσκο σε μεγάλα ύψη αγνοώντας το φόβο των άλλων ως κάτι παράλογο και αρνούμενοι συχνά να τον συζητήσουμε. Οι «άλλοι» ζούσαν πίσω από τείχη που είχαν υψώσει αρνούμενοι την όποια επαφή με Τουρκοκύπριους - «τους ποτζεί» ή «τους Τούρκους» - θεωρώντας ότι το τείχος μπορούσε να είναι αρκετό εάν συντηρηθεί καλά. Που δεν ήταν.
Το θέμα ήταν πως και οι μεν και οι δε, είχαμε και είχαν μια λογική αφετηρία και μια όχι τόσο λογική εξέλιξη της διαδρομής. Όμως το βασικότερο ήταν πως μεταξύ μας συζητούσαμε. Προσπερνώντας εμείς, ότι ο κόσμος δεν ήταν αυτός που βλέπαμε μέσα από τα κόκκινα γυαλιά μας που λέει και το τραγούδι και εκείνοι τα χρόνια που περνούσαν χωρίς να συνυπολογίζουν τις συνέπειες.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο άλλαζε την πορεία των πραγμάτων. Απλούστατα διότι δεν ήταν στο χέρι μας.
Και συν τοις άλλοις, σήμερα πια, ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά. Έξω αλλά και μέσα στο μικρόκοσμό μας. Αλλιώς διαμορφώνονται πια τα δεδομένα, ο περισσότερος κόσμος ασχολείται με αυτά που τον καίνε, πρωτίστως τις τιμές στο σουπερμάρκετ και λογικό είναι, η νέα γενιά δεν ξέρει καν για το κυπριακό και ζει σε έναν κόσμο όπου αυτό το πρόβλημα είναι μια ιστορική παράμετρος, τόσο μακρινή όσο, ξέρω 'γω, η 9η Ιουλίου 1821. Που τους την παπαγάλιζαν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές στο σχολείο την ώρα που εκείνοι ξύνονταν, έτοιμοι να αποκοιμηθούν σε άλλη μια βαρετή κασέτα - πού δεν ξέρουν τι είναι η κανονική κασέτα και δεν χρειάζεται - και σκέφτονταν μόνο το διάλειμμα.
Αυτό που επίσης άλλαξε είναι πως όπως έχουν γίνει τα πράγματα, η λύση θα έρθει - εάν έρθει - απείρως περισσότερο ερήμην μας από ότι στο παρελθόν. Αυτό που εμείς βασικά θα κληθούμε να πούμε δεν είναι εάν θα χωριστούμε με τους απέναντι αλλά πόσο ψηλό θα είναι το τείχος έστω και εάν θα είναι νοητό. Με άλλα λόγια πόσο χαλαρή θα είναι η σχέση μας με τους Τουρκοκύπριους, όσους απέμειναν, ο καθένας στο σπίτι του. Έστω κι αν πολλοί πια είναι σε σπίτια άλλων σε ατομικό επίπεδο. Αυτά θα καθορίσοτν την επόμενη μέρα.
Μαζί βέβαια με τα… συνεταιρικά, τα οποία τα προσπερνάμε αν και καθόλου δεν θα έπρεπε. Σκεφτείτε λ.χ. ένα τέτοιο κράτος να έπρεπε να διαχειριστεί την κρίση της Γάζας και να πρέπει να διαμορφώσει μία εξωτερική πολιτική με δεδομένα από τη μία τα δικά του συμφέροντα και από την άλλη τις θέσεις της Άγκυρας. Ένα από τα πολλά. Ή τις σχέσεις με τις ΗΠΑ ή, ή…
Μαζί, λοιπόν, με το ενδεχόμενο ο «αμαρτωλός» να μην βγει τελικά από το κώμα, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη διαχείριση της περιουσίας του από τους κληρονόμους μετά, καλό είναι να θυμόμαστε πως ενδέχεται να μιλάμε για έναν άλλον «άνθρωπο» είκοσι ένα χρόνια μετά.
Με αυτόν θα κληθούμε να ζήσουμε.
*Τα όσα γράφονται στα ενυπόγραφα Άρθρα - Άποψης εκφράζουν μόνο τον Συγγραφέα τους και δεν αποτελούν θέσεις της OffsiteNews