Ένα παραμύθι που το έλεγαν «λύση»
Πώς μπορεί να υπάρξει μια ομαλή διευθέτηση όταν θα ζούμε εσαεί χωριστά στον ίδιο μας τον τόπο; Πόσα «δώρα» πρέπει να δώσουμε για να κάνουμε επιτέλους το παραμύθι πραγματικότητα;
Γιώργος Αγαπίου
Το έχουν πει πολλές φορές. Άπειρες. Το έχουν διατυπώσει με χίλιους-δύο τρόπους. Ευθέως και πλαγίως, εντός και εκτός. Στο αισιόδοξο σενάριο, η Κύπρος μετατρέπεται στην Σιγκαπούρη της Ευρώπης. Στο απαισιόδοξο, απευκταίο, σενάριο η Κύπρος παραμένει στάσιμη, εσαεί εγκλωβισμένη, σε έναν φαύλο κύκλο απραξίας και φαυλότητας. Μαστίγιο και καρότο. Στη μία όχθη μάς περιμένει ανάπτυξη, ισορροπία, ευημερία. Στην αντίπερα, ένα αβέβαιο και ανασφαλές μέλλον.
Μπροστά σε αυτό το δίλλημα, κάθε νουνεχής άνθρωπος (πόσω δε μάλλον κάθε «προοδευτικός» πολίτης), θα επιλέγει πάντα το πρώτο σενάριο. Θα θέλει «λύση», εδώ και τώρα, για να ανοίξουν μεμιάς οι πόρτες της προόδου και της ασφάλειας. Θα επιδιώκει «επανένωση» και ειρήνη. Στρατηγική συνεργασία με Τουρκία και ευρωπαϊκή προοπτική. Αμήν.
Αυτό το δίλλημα μάς έθεσε ξανά ο τέως πρόεδρος του ΔΗΣΥ, με ανάρτηση στην πλατφόρμα «Χ» (πρώην Twitter, 28 Αυγούστου): «Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αερίου, οι αγωγοί διασύνδεσης, οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις, οι τερματικοί σταθμοί και όλα όσα συζητούμε στη συνεδρία, θα μείνουν για άλλη μια φορά στον κύκλο των αισιόδοξων σεναρίων, τα οποία διαρκώς θα αναβάλλονται για το μέλλον όσο δεν επιλύεται το Κυπριακό».
Το σχόλιο του Αβέρωφ έχει κάποιο νόημα στη συζήτηση για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Ελλάδας, το οποίο ναυαγεί και λόγω αυξημένου γεωπολιτικού κινδύνου. Όπου λέξη «κίνδυνος» διάβαζε «Τουρκία», η οποία λειτουργεί ως ο τροχονόμος της περιοχής, αφού χωρίς τη δική της έγκριση, τα δύο ευρωπαϊκά κράτη της ανατολικής Μεσογείου δεν μπορούν να ασκήσουν τα κυριαρχικά δικαιώματα τους. Εκεί εδράζεται και το σκεπτικό Αβέρωφ, το οποίο ασπάζονται η ηγεσία ΑΚΕΛ-ΔΗΣΥ, μέρος της συγκυβέρνησης και οπαδοί του «εκάμαμεν τζιαι εμείς πολλά».
Είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι χωρίς «λύση» δεν μπορούμε να έχουμε ενεργειακή ανάπτυξη και ασφάλεια. Ακόμα και αν έχουμε τερματικό στο Βασιλικό, απελευθέρωση της αναδυόμενης αγοράς φυσικού αερίου, ρύθμιση της αγοράς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ανάπτυξη του κοιτάσματος στο «Αφροδίτη», μείωση των ρύπων κλπ., θα είναι όλα μάταια, «όσο δεν επιλύεται το Κυπριακό». Η ρίζα του κακού, το αγκάθι που δεν μας επιτρέπει να προχωρήσουμε. Όχι μόνο σε θέματα ενέργειας, αλλά παντοιοτρόπως. Η ενέργεια είναι ακόμα ένα παράδειγμα αυτής της πολιτικής σκέψης.
Αν, όμως, ήταν τόσο απλά τα πράγματα, γιατί δεν έχουμε καταλήξει ακόμα σε μια «λύση»;
Γιατί παραμένουμε όμηροι της τουρκικής επιθετικότητας και ανήμποροι να αξιοποιήσουμε τον θαλάσσιο φυσικό μας πλούτο; Γιατί δεν έχουμε πείσει τον διεθνή παράγοντα ότι εμείς θέλουμε «λύση» και γιατί δεν έχουν ξεσηκωθεί οι συμπατριώτες μας στα κατεχόμενα, που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες μαζί μας, όπως οι «προοδευτικοί» Ρεπουμπλικάνοι του Βορρά; Γιατί όσα λένε οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί μας στον Φιντάν και στον Ερντογάν, δεν τα κάνουν πράξη; Γιατί, τελικά, δεν «επιλύεται το Κυπριακό»; Μήπως φταίμε εμείς;
Για να έχει βέβαια νόημα οποιαδήποτε συζήτηση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τις γραμμές μας. Τι εννοούμε όταν λέμε «λύση»; Μήπως αναφερόμαστε σε συνομοσπονδία, συμφωνημένη διχοτόμηση, ρατσιστικό διαχωρισμό με βάση εθνοτικά και θρησκευτικά κριτήρια, ασαφείς ρήτρες επίλυσης διαφορών και παραμονή κατοχικού στρατού; Πώς μπορεί να υπάρξει μια ομαλή διευθέτηση όταν θα ζούμε εσαεί χωριστά στον ίδιο μας τον τόπο; Πόσα «δώρα» πρέπει να δώσουμε για να κάνουμε επιτέλους το παραμύθι πραγματικότητα;
Ασφαλώς όλες οι απόψεις είναι σεβαστές, ακόμα και οι πιο προχωρημένες, οι οποίες μας υποδεικνύουν ότι πρέπει «να εξυπηρετήσουμε τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας» αν θέλουμε να δούμε άσπρη μέρα σε αυτόν τον τόπο. Θα ήταν βέβαια πιο ωφέλιμο, αν εξυπηρετούσαμε τα συμφέροντα της πατρίδας μας, ώστε να καταστήσουμε το Κυπριακό ένα «τουρκικό πρόβλημα». Μισό αιώνα μετά, τα παραμύθια για μεγάλα παιδιά, εκτός από αφελή είναι και επικίνδυνα. Είναι θέμα αυτοσυντήρησης.
Υστερόγραφο: Είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να υπάρξει κυπριακή χρηματοδότηση στο ιδιωτικό έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, το οποίο πάσχει πολλαπλώς και θα ήταν αφελές να τζογάρουμε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια. Για όλα αυτά έχει απαντήσει καθηκόντως η ΡΑΕΚ και ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών ενώπιον της Βουλής. Το Προεδρικό, το οποίο είναι δέκτης πιέσεων εξ Αθηνών, δεν είναι υπόλογο σε τρίτους, αλλά στον κυπριακό λαό. Και αν αλλάξει γραμμή, θα πρέπει να την αιτιολογήσει δημοσίως και επαρκώς.
Tο άσχετο: Ψηλά γράμματα.