Το μακρύ ταξίδι των αδικαίωτων
Ο πατέρας μου ως αγνοούμενος πέθαινε κάθε μέρα της ζωής μου, σε κάθε έκφανση της. Τελειώνοντας το δημοτικό που δεν ήταν εκεί. Αποφοιτώντας το γυμνάσιο, που πάλι δεν ήταν εκεί. Πηγαίνοντας στο στρατό που πάλι δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν εκεί ούτε ζωντανός ούτε πεθαμένος. Δεν είναι αδιανόητο;
Καθόμουνα τις προάλλες σε μια καφετέρια στη γιορτινή Λήδρας και διάβαζα μέσω κινητού τηλεφώνου κάποια άρθρα από τον κυριακάτικο Τύπο, όταν ένας μεσήλικας άνδρας στάθηκε μπροστά μου και πολύ ευγενικά με ρώτησε αν μπορεί να με απασχολήσει για λίγο, είμαι –εξήγησε- ένας από τους αδικαίωτους! Δεν μπορούσε να το θέσει με μεγαλύτερη ακρίβεια και να αποσπάσει άμεσα την προσοχή μου! Κι εξηγούμαι: Στις 17 Ιουνίου 2024, μετά από παράκληση του τελευταίου Δήμαρχου Αγίου Δομετίου Κώστα Πέτρου έγραψα την ποίηση για μια συναυλία μνήμης για τα 50 χρόνια τουρκικής κατοχής της Κύπρου, που την παρουσιάσαμε στα εγκαίνια του Δημοτικού Αμφιθεάτρου Αγίου Δομετίου και είχε τίτλο: «Αδικαίωτων μνήμες και ρίμες». Όταν λοιπόν ο άνθρωπος που στεκόταν ενώπιον μου μου είπε, «είμαι ένας από τους αδικαίωτους» ήταν φυσικό να σηκωθώ και να κάνουμε τις συστάσεις.
«Ξέρετε, είμαι αυτός που σας ζήτησε μετά το τέλος της συναυλίας, και μου δώσατε το δεμένο κείμενο με την ποίηση και τα τραγούδια», είπε ο Μιχάλης. Ήταν μια σκηνή που ανακάλεσα στη μνήμη μου ωστόσο δεν είχα συγκρατήσει τη μορφή του. Άρχισε να μου μιλά με κείμενα της συναυλίας: «Ο πατέρας του χάθηκε στην εισβολή. Η μάνα του τον γέννησε αρχές του ’75. Το ’76, έφυγε και τον άφησε στα πεθερικά της. Όταν πια ο παππούς και η γιαγιά είχαν πεθάνει, 40 χρόνια μετά, χτύπησε μια μέρα η πόρτα. Τότε ο Μιχάλης γνώρισε τον πατέρα του. Ήταν μέσα σε ένα κασελάκι κι έμοιαζε λέει στον Γρηγόρη. Πολύ του έμοιαζε. Έτσι τον είχε ζωγραφισμένο, σαν τον Αυξεντίου, στο εικονοστάσι της ορφανεμένης του ζωής.
Ένα μόνο τον σκότωνε πρωί-βράδυ.
Γεννήθηκε σε ένα χωριό της επαρχίας Κερύνειας, το 1970. Έφυγαν κατατρεγμένοι μαζί με την μάνα του τον παππού και τη γιαγιά, καθώς ο πατέρας του που ήταν έφεδρος στρατιώτης δεν έδωσε σημεία ζωής από την πρώτη μέρα της εισβολής. Ρημαγμένα σπίτια και γκρεμισμένες ζωές, είπε. Και μου διάβασε άλλο ένα κομμάτι από αυτά της συναυλίας:
«Η γιαγιά δεν είχε γρόσια και μ’ άφησε μια ευχή μακριά σαν τις πλεξούδες πού ΄κρυβε κάτω από τη μαύρη μαντήλα της. Οι δικηγόροι είπανε πως η ευχή δεν πιάνεται ως κληρονομιά, δεν έχει, λέει, τίτλο ιδιοκτησίας. Την πήρα και πήγα στον πόλεμο γυμνός και γύρισα με δυο χιλιάδες νεκρούς σκεπασμένους με κλάδο ελαίας. Οι Τσέτες που πάτησαν το νησί άφησαν πίσω τους ρημαγμένα σπίτια και γκρεμισμένες ζωές. Τα όνειρα έγιναν σταυροί κι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η εφηβεία έγινε εφιάλτης. Κι η νιότη ένα τελευταίο τσιγάρο πριν από την εκτέλεση.»…
«Ρημαγμένα σπίτια και γκρεμισμένες ζωές, φίλτατε. Ξέρετε πως είναι να μην έχεις σπίτι; Να είσαι νούμερο ενός συνοικισμού; Ξέρετε πως είναι να μην έχεις πατέρα αλλά να μην είσαι ορφανός; Ξέρετε πως είναι, ακόμα και στη δυστυχία τίποτα να μην είναι τελεσίδικο; Ξέρετε πως είναι κάθε βράδυ να κλαις στο κρεββάτι σου για διαφορετικό λόγο γιατί ο πατέρας σου είναι αγνοούμενος; Γιατί ο συμμαθητής σου πήγε στο ματς με τον πατέρα του αλλά εσύ δεν πήγες διότι ο πατέρας σου είναι αγνοούμενος; Γιατί δεν μπορούσες να πας στο κυνήγι όπως ο συμμαθητής σου ο Μάριος και την επομένη να αφηγείσαι τις περιπέτειες στο βουνό. Δεν σε πήγαινε ο πατέρας σου στον κουρέα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν υπήρχε κανείς να σε πάει να σε γράψει σε μια ποδοσφαιρική ομάδα να πηγαίνεις προπόνηση ή στο προσκοπείο. Η μάνα σου δεν είχε λεφτά για στολές και άλλα συναφή. Όσα έβγαζε στο εργοστάσιο δεν έφταναν για «περιττά έξοδα». Ένα απόγευμα γύρισε στο σπίτι με μώλωπες, έγειρε στο καναπέ, τυλίχτηκε την κουβέρτα κι έκλαιγε βουβά. Πήγα και την αγκάλιασα σφιχτά. Δεν είπαμε τίποτα μέχρι αργά το βράδυ. Δεν καταλάβαινα τι έτρεχε αλλά δεν χρειαζόταν.
Ήταν η μάνα μου και ήταν σύζυγος αγνοουμένου. Κι αυτό ήταν αρκετό στην γκρεμισμένη μας ζωή…
Κανείς ποτέ δεν ήρθε στην πόρτα μας να ρωτήσει, αν χρειαζόμασταν οτιδήποτε ή έστω αν ήμασταν καλά. Το κράτος, η πολιτεία για την οποία δεν ήταν πεσών, δεν ήταν ήρωας, ήταν απλά μη υπάρχων, δεν υπήρχε για μας!
Ο πατέρας μου ως αγνοούμενος πέθαινε κάθε μέρα της ζωής μου, σε κάθε έκφανση της. Τελειώνοντας το δημοτικό που δεν ήταν εκεί. Αποφοιτώντας το γυμνάσιο, που πάλι δεν ήταν εκεί. Πηγαίνοντας στο στρατό που πάλι δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν εκεί ούτε ζωντανός ούτε πεθαμένος. Δεν είναι αδιανόητο;
Ούτε ως φοιτητής είχα πατέρα, ούτε όταν παντρεύτηκα, ούτε όταν έκανα παιδιά.
Ούτε στην κηδεία της μάνας μου…
Πάντα εκείνη η έντονη απουσία του που βάραινε, βαραίνει και θα βαραίνει μέχρι τέλους την γκρεμισμένη ζωή μας. Θρηνώ ακόμα τον άδικο χαμό ενός τόσο νέου ανθρώπου. Ενός τόσο δικού μου ανθρώπου αλλά και τόσο απόμακρου συγγενή. Όπως θρηνώ και το μακρύ ταξίδι ημών των αδικαίωτων της συνεχόμενης τούτης τραγωδίας»… είπε ο Μιχάλης και μου ευχήθηκε για τις γιορτές…
Εγώ πια τι να πω;
Αν είναι να πιούμε το κόνιο, να τα πούμε όλα!
Να γίνουμε μπόρα να καθαρίσουμε τον τόπο
από καιροσκόπους κι αργυραμοιβούς
Καλά Χριστούγεννα σε όλους τους αγνοούμενους της ζωής μας!
paraschosa@icloud.com
*Τα όσα γράφονται στα ενυπόγραφα Άρθρα - Άποψης εκφράζουν μόνο τον Συγγραφέα τους και δεν αποτελούν θέσεις της OffsiteNews