Ο Φειδίας, ο Σέππος και όσα (δεν) αλλάζουν
Δεν φταίει ο Φειδίας όχι. Δεν πείραξε κανέναν. Αλλά ούτε και χαστούκι στο σύστημα ήταν, όπως αποφασίσαμε δια συνοπτικών διαδικασιών και πάλι στα όρια της ανοησίας. Ας μην τρελαθούμε.
Μεγάλωσα σε ένα διαμέρισμα στη Λεωφόρο Ομήρου στη Λευκωσία. Σε μια γωνιακή πολυκατοικία, αυτήν που βλέπετε στη μοναδική φωτογραφία της που διασώζεται (από το 1958) την πρώτη νομίζω που είχε χτιστεί στην πόλη και την οποία οι παλιότεροι τη θυμούνται ως «η πολυκατοικία του Peter’s» λόγω του γνωστού φαρμακείου που υπήρχε εξ αρχής από κάτω ή αργότερα η πολυκατοικία «τζιαμέ στο Elysee» (sic) λόγω του γνωστού ανθοπωλείου του Γιαννάκη από το οποίο δυσκολευόσουν να περάσεις τις μέρες των «μεγάλων» ονομαστικών εορτών.
Δυστυχώς, η πολυκατοικία, στην οποία εμείς πήγαμε μετά που χάσαμε το σπίτι μας το 1974, δεν υπάρχει πια. Αλλού θα είχε συντηρηθεί ως μνημείο ντόπιας αρχιτεκτονικής. Είχε όμως κι αυτή την τύχη τόσων άλλων κτηρίων του είδους. Αντικαταστάθηκε δε με ένα ακόμα τερατώδες οικοδόμημα επενδυμένο με πλακάκια αποχωρητηρίου, μνημείο κι αυτό στον κυπριακό μεταπολεμικό αρχοντοχωριατισμό.
Στα έντονα εκείνα χρόνια μετά την Εισβολή η θορυβώδης λεωφόρος Ομήρου, από όπου τότε περνούσαν -ποτέ απαρατήρητα- τα μεγάλα άσπρα τανκς των Ηνωμένων Εθνών μέρα και νύχτα ήταν σημείο αναφοράς για τις αναρίθμητες διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια που γίνονταν. Από εκεί κατηφόριζαν τα πλήθη για να πάνε στην Πλατεία Ελευθερίας να φωνάξουν για το Κυπριακό, από εκεί περνούσαν και πάλι για να πάνε στα κομματικά συλλαλητήρια που ήταν ο μοναδικός τρόπος πολιτικής έκφρασης των μαζών εκείνες τις μέρες.
Στην αθώα και την όμορφη πλήξη της Λευκωσίας της εποχής, τα συλλαλητήρια ήταν για εμάς τα παιδιά σημείο αναφοράς. Η πόλη βέβαια, η παλιά πόλη ήταν πολύ πιο ζωντανή από όσο είναι σήμερα και όσοι ζούσαμε εκεί, στο κέντρο της Λευκωσίας, είχαμε αν μη τι άλλο το χάζεμα για να περνάμε την ώρα μας, είτε στο μπαλκόνι όταν τα πλήθη περνούσαν είτε και κάτω όταν κατέληγαν στην Πλατεία Ελευθερίας όπου συνήθως τα ακολουθούσαμε για πλάκα φωνάζοντας τα συνθήματά τους και μαζεύοντας φυλλάδια και σημαίες που άφηναν πίσω τους. Μια ρύπανση η οποία ήταν ΟΚ, δυστυχώς και η οποία συμπλήρωνε τη μυρωδιά της άσπρης κόλλας με την οποία αφισοκολλούσαν παντού, χωρίς άδεια και χωρίς να τους ενδιαφέρει κιόλας οι φανατικοί οπαδοί.
Δεν ήταν όλα τα συλλαλητήρια τα ίδια. Άλλωστε αυτό ήταν και το ζητούμενο. Πόσους μάζεψε ο ένας, πόσους ο άλλος, αν είχε γίνει και κάνας καβγάς κ.ο.κ. Σε περιόδους εκλογών αυτό ήταν επί της ουσίας οι δημοσκοπήσεις.
Ένα δε, το θυμάμαι ιδιαίτερα. Η εικόνα των μακρινών δέκα μου τότε χρόνων είναι κάπως έτσι: Ένα μικρό βαν εποχής, Morris Minor πρέπει να ήταν, μπροστά στο περίπτερο του Μιλτή στην Πλατεία Ελευθερίας και απάνω του ο ομιλητής, ηγέτης του Ατοκιστικού Κόμματος, Λοΐζος Σέππος ο οποίος πέρασε στην Ιστορία υποσχόμενος κάποτε στους Λευκωσιάτες να τους φέρει θάλασσα με κανάλια. Η ακριβής φράση ήταν, νομίζω, «τζαι θάλασσα να σας φέρω τζαι φρενοκομεία να σας χτίσω να πάτε να μπείτε μέσα».
Τη λες και προφητική για τη συνέχεια, πλην της θαλάσσης.
Γύρω - γύρω από το βαν, λοιπόν, να στέκονται διάφοροι τύποι να ζητοκραυγάζουν, να του λένε πως είναι ο ηγέτης, προχώρα σε θέλει όλη η χώρα και τα διάφορα, σε κάποια φάση το πράγμα να ξεφεύγει, να αρχίζουν να κουνούν το βαν και εκείνος μετά δυσκολίας να προσπαθεί πανικόβλητος να ισορροπήσει και να μην πέσει, όντας και μιας ηλικίας, το δε πλήθος (δεν το λες) να μην ακούει τίποτα και σε κάποια στιγμή να ακούγεται από το μεγάφωνο του: «παρατάτε ρε γιατί εν σας κατουρήσω!». Οι «οπαδοί» να ξεσπούν σε χάχανα και η κατάσταση να ηρεμεί.
Τέσσερις και κάτι τόσες δεκαετίες fast forward. Η πλατεία άλλαξε, το περίπτερο του Μιλτή δεν υπάρχει πια αλλά κατά διαβολική σύμπτωση στο ίδιο σχεδόν σημείο ο Φειδίας εκφώνησε τον επινίκιο λόγο του σε ένα φουτουριστικό παγκάκι σε σχήμα υποθέτου με τους αποκάτω να τον αποθεώνουν. Εδώ όμως στα σοβαρά.
Την εποχή του Σέππου ο κόσμος πίστευε τους «κανονικούς» πολιτικούς οι οποίοι τον φλόμωναν με ξύλινα λόγια και υποσχέσεις. Τώρα ένα μεγάλο μέρος του ακολουθεί κάποιον ο οποίος τους λέει ότι δεν ξέρει από πολιτική, δεν ξέρει τι είναι το ευρωκοινοβούλιο αλλά θα μάθει (πάνω τους), κάποιον ο οποίος έχει διακριθεί στο να ταξιδεύει τζάμπα, να κάνει βίντεο και να κατασκηνώνει για να δει τον Ίλον Μασκ.
Τι είναι χειρότερο από τα δύο; Ίσως να μην πάει καν έτσι.
Την Κυριακή, οι Λευκωσιάτες σε ποσοστό 63% ψήφισαν παραλία, οι πάντες στη χώρα που κάποτε βάφτισα «Πελλότοπο» αλλά πλέον μου φαίνεται όλο και πιο πολύ ήπιο δηλώνουν σταθερά «απογοητευμένοι» και ενώ η ζωή τους είναι μια χαρά, απείρως καλύτερη σίγουρα από εκείνην των χρόνων μετά τον Πόλεμο, ζουν όλοι τους, μικροί και μεγάλοι, σε μια μαζική μιζέρια. Με τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ να τους την τροφοδοτούν ακατάπαυστα.
Η οικονομία αναβαθμίζεται, η Ευρώπη τους βοηθάει μέχρι και αυτοκίνητα να αλλάζουν πια, τους έφερε ελάχιστα μόνιμα εισοδήματα, επιδόματα, σύστημα υγείας και ένα σωρό άλλα που ένας βαθιά τριτοκοσμικός λαός όπως εμείς ποτέ δεν θα τα ποτέ έκανε μόνος του.
Παραταύτα, η μιζέρια, ο σταρχιδισμός, η απάθεια και η αποχή είναι οι μόνιμες σταθερές. Όπως λέει και ο κολλητός μου ο οποίος έφυγε από την Κύπρο προ δεκαπενταετίας και δεν ξαναγύρισε, ούτε και πρόκειται, οι πλείστοι δεν πάνε να ψηφίσουν όπως παλαιότερα διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση περιόρισε κάπως το βόλεμα και τις πελατειακές σχέσεις που κυριαρχούσαν σε άλλες εποχές.
Μπήκαν κάποια κριτήρια τουλάχιστον.
Δεν φταίει ο Φειδίας όχι. Δεν πείραξε κανέναν. Αλλά ούτε και χαστούκι στο σύστημα ήταν, όπως αποφασίσαμε δια συνοπτικών διαδικασιών και πάλι στα όρια της ανοησίας. Ας μην τρελαθούμε.
Είναι σύμπτωμα μιας εποχής που δεν έχει να κάνει μόνο με εμάς σίγουρα και η οποία αναλόγως της παιδείας μα και της αίσθησης που ο κάθε λαός έχει για τη σημασία και τη σπουδαιότητα της δημοκρατίας, εμφανίζεται λιγότερο ή περισσότερο.
Και καθώς η δημοκρατία αφήνεται να εκφυλίζεται μες την αδιαφορία, μια νέα άκρως δυστοπική πραγματικότητα αναδύεται αναδίνοντας τη μπόχα της ανελευθερίας και του φασισμού όλων των χρωμάτων και των αποχρώσεων.
Μια πραγματικότητα η οποία συντεταγμένα, σχολαστικά και μεθοδικά σκαλίζει μέρα με την ημέρα τον ελεύθερο κόσμο για να φτάσει εκεί που θέλει: στην απαλλαγή από την ενοχλητική δημοκρατία.
Με σύμμαχο τη διαφθορά και στο δυτικό κόσμο, κυρίως όμως με τη βλακεία ως σημαία των δυτικών κοινωνιών στις μέρες μας και τη Δύση παγιδευμένη στην πολιτική ορθότητα και τις εξωφρενικές ανοχές της σε τόσα πολλά, το ερώτημα δεν είναι εάν. Το ερώτημα είναι πότε θα το καταφέρει.
Τη δημοκρατία θα την κλάψουμε όταν θα τη χάσουμε και πια θα καταλάβουμε ότι τίποτα από τα καλά της, ειδικά οι ελευθερίες και τα δικαιώματα που κατακτήθηκαν με τόσους αγώνες δεν ήταν ποτέ, μα ποτέ δεδομένα.
Δεν θα φταίει η δημοκρατία όμως. Ούτε καν αυτοί που μας οδηγούν να την αφήνουμε συνειδητά να φθείρεται και να αργοπεθαίνει χωρίς ενοχές.
Η διαχείριση της ήταν και είναι πάντοτε δική μας.